Συζήτηση: Μηδενισμός και Επανάσταση: Nietzsche & Camus

afisa nitse kami-page-001

Η δεσπόζουσα και προβληματική μορφή του μηδενισμού, αλλά και η δυναμική της επανάστασης κατέχουν ιδιαίτερη θέση στη σκέψη δύο μεγάλων διανοητών, του Friedrich Nietzsche και του Albert Camus, οι οποίοι αν και έζησαν και έδρασαν σε διαφορετικό αιώνα ωστόσο, διέπονται από την ίδια δυσκολία ένταξης σε κάποιο φιλοσοφικό ρεύμα. Βέβαια, το κύριο στοιχείο που συνδέει τους δύο φιλοσόφους είναι πολύ πιο βαθύ και αφορά την κοινή κατάφαση στο στοιχείο της ύπαρξης, αφού αναμφισβήτητα και οι δύο ανήκον στους  υπερασπιστές της ζωής, αποστρεφόμενοι οτιδήποτε αντιβαίνει στην ανθρώπινη φύση. Στα δύο κορυφαία έργα τους, το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (Nietzsche) και το Ο επαναστατημένος άνθρωπος (Camus) αναδύεται τόσο η κριτική ματιά των δύο φιλοσόφων απέναντι στον μηδενισμό, αλλά σ’ ένα δεύτερο επίπεδο η πρότασή τους για την υπέρβαση του μηδενισμού, η οποία θα εκφραστεί μέσα από τη μορφή του υπερανθρώπου και του επαναστατημένου αντίστοιχα.

  Ο Nietzsche, έχοντας άλλοτε χαρακτηριστεί ως ο προφήτης του μηδενισμού ή άλλοτε ως ένας από τους εκπροσώπους του μηδενισμού στην ιστορία της φιλοσοφίας, είναι αυτός που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο φιλόσοφο θα προτείνει τη ρήξη με τον μηδενισμό προκαλώντας τον άνθρωπο να προσχωρήσει σε μία ριζική οντολογική μεταβολή. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του ανθρώπου, στοίχημα που καλείται να πάρει προκειμένου να γίνει πράξη η «συνάντησή» του με τον υπεράνθρωπο.

  Από την άλλη μεριά ο Camus στο βιβλίο του θα κάνει μια αποτίμηση των επαναστάσεων και εξεγέρσεων, όπως αυτές εκδηλώθηκαν στην τέχνη, στην φιλοσοφική σκέψη, στην  κοινωνική και πολιτική ζωή, επιθυμώντας να μελετήσει την επανάσταση και να ανακαλύψει τις αρχές και τη λογική που διέπουν τον επαναστατημένο άνθρωπο, καθώς και τα αίτια που οδηγούν το άτομο ή και ολόκληρες ομάδες να εξεγερθούν. Από την  ιστορία των επαναστάσεων δεν απουσιάζουν φυσικά και οι εξεγέρσεις, οι οποίες συνθηκολογώντας με τον μηδενισμό απομακρύνονται από την οντολογία της επανάστασης, η οποία, όπως συνεχώς τείνει να τονίζει ο Camus είναι βαθιά θετική, αφού φανερώνει αυτό το κρυμμένο στοιχείο, που πρέπει  πάντα να προστατεύεται στον άνθρωπο[1].

 Απώτερος στόχος της παράλληλης εξέτασης είναι να καταδειχθεί μια βαθύτερη συγγένεια, που προδίδεται μεταξύ του υπερανθρώπου του Nietzsche και του επαναστατημένου του Camus, με την έννοια ότι τόσο ο υπεράνθρωπος όσο και ο επαναστατημένος προτείνουν μία διέξοδο από την μηδενιστική και άκρως ανασταλτική για τον άνθρωπο συνθήκη. Είναι απαραίτητο να επισημανθεί πως η νιτσεϊκή έννοια του υπερανθρώπου, αλλά και ο επαναστατημένος άνθρωπος σύμφωνα με τον Camus. λειτουργώντας ως αντίδοτο στον μηδενισμό θα θέσουν τα θεμέλια ουσιαστικά για μια οντολογική επανάσταση.

 [1] Βλ. Camus. A., Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, σσ. 34 – 35.

 Η συζήτηση θα γίνει στο χώρο της βιβλιοθήκης του Μικρόπολις (Βενιζέλου με Βασ. Ηρακλείου 18), την Κυριακή 19 Οκτώβρη στις 19.30

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • AL. CAMUS, Ο επαναστατημένος άνθρωπος, μετάφραση της Τ. Τσακίρη, πρόλογος-θεώρηση του Δ. Θεοδωρακάτου, Αθήνα, Μπουκουμάνη, Έκδοση Γ’.
  • G. DELEUZE, Ο Νίτσε και η φιλοσοφία, μετάφραση του Γ. Σπανού, επιμέλεια των Φ. Σιατιτσα και Α. Στυλιανού, Αθήνα, Πλέθρον, 2002.
  • Κ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ, «Η έννοια του υπερανθρώπου», Περιοδική έκδοση φιλοσοφίας και κριτικής Αντι-λογος, Αφιέρωμα: ΝΙΤΣΕ, τεύχος 2 – Άνοιξη 2014, Ευρασία.
  • ΦΡ. ΝΙΤΣΕ, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, εισαγωγές-μετάφραση του Α. Δικταίου, Αθήνα – Γιάννινα, Δωδώνη, 1983.
  • ΦΡ. ΝΙΤΣΕ, Η γέννηση της τραγωδίας ή ελληνισμός και απαισιοδοξία, μετάφραση του Χ. Μαρσέλλου, εισαγωγή του Γ. Φαράκλα, επίμετρο Μ. Τσέτσος και Πιέρ Οσμό, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., 2009.
  • ΦΡ. ΝΙΤΣΕ, Γενεαλογία της ηθικής, μετάφραση του Ζ. Σαρίκα, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 2008.
  • ΦΡ. ΝΙΤΣΕ, Η Θέληση για δύναμη, μετάφραση του Ζ. Σαρίκα, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 2008.
  • ΙΒ. ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ, Πατέρες και παιδιά, μετάφραση του Α. Σαραντόπουλου, κριτική ανάλυση του μυθιστορήματος από τον Δ.Ι. Πισάρεφ, Σύντομη βιογραφία από τον E. Scherrer, Αθήνα, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 2007.